- χελύνιον
- και χελύνειον, τὸ, ΜΑ [χελύνη (Ι)]1. χελύνη, χείλος2. σαγόνι, κάτω γνάθος3. κομμάτι, κυρίως το στήθος, από το σφάγιο τής θυσίας4. ο ουράνιος θόλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χελύνιον — χελύ̱νιον , χελύνιον lip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελύνειον — τὸ, Α βλ. χελύνιον … Dictionary of Greek
χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… … Dictionary of Greek
χελυνίου — χελῡνίου , χελύνιον lip neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελυνίων — χελῡνίων , χελύνιον lip neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελυνίῳ — χελῡνίῳ , χελύνιον lip neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελύνια — χελύ̱νια , χελύνιον lip neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)